επιλήνιος

επιλήνιος
ἐπιλήνιος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στον ληνό, που γίνεται κατά το πάτημα τών σταφυλιών («ἐπιλήνιος ὕμνος, ἐπιλήνιον μέλος»)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἐπιλήνιος
ονομασία τού Βάκχου
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιλήνια
γιορτές τού τρύγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληνός «πατητήρι σταφυλιών»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιλήνιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήνιον — ἐπιλήνιος of masc/fem acc sg ἐπιλήνιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληνίοισιν — ἐπιλήνιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληνίους — ἐπιλήνιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήνια — ἐπιλήνιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήνιε — ἐπιλήνιος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήνιοι — ἐπιλήνιος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀπιλήνι' — ἐπιλήνια , ἐπιλήνιος of neut nom/voc/acc pl ἐπιλήνιε , ἐπιλήνιος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТАНЕЦ —    • Όρχηστική, όρχησις,          Saltatio, y Гомера ο̉ρχηστύς, что было тесно соединено с игрой на цитре и пением (ο̉., κίθαρις καὶ α̉οιδὴ, Il. 13, 721; μολπή есть общее название того же самого). По большей части танцор и певец было одно и то… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”